- κεκρυφάλιον
- κεκρυφάλιον [ᾰ], τό, Dim. of κεκρύφαλος, Poll.7.179.II [full] κεκρυφάλεος· ἀριστερόν ([dialect] Aeol.), AB1095.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεκρυφάλιον — κεκρυφάλιον, τὸ (Α) [κεκρύφαλος] υποκορ. τού κεκρύφαλος* … Dictionary of Greek
κεκρυφάλιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)